εισωπος

εισωπος
    εἰσωπός
    εἰσ-ωπός
    2
    находящийся лицом к лицу
    

εἰσωποὴ ἐγένοντο νεῶν Hom. — они оказались перед кораблями


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "εισωπος" в других словарях:

  • εισωπός — εἰσωπός, όν (Α) 1. αυτός που έχει κάπου στραμμένο το πρόσωπο, που βρίσκεται μπροστά, κοντά σε κάποιον 2. αυτός που βρίσκεται σε καταφύγιο 3. φανερός, ορατός …   Dictionary of Greek

  • εἰσωπός — within masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εἰσωποί — εἰσωπός within masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ωπός — ΝΜΑ β συνθετικό πολλών ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *okw «βλέπω» (βλ. λ. ὄπωπα) και σημαίνει αυτόν που έχει την όψη την οποία δηλώνει το α συνθετικό (πρβλ. αρρεν ωπός, σκυθρ ωπός). Το β συνθετικό ωπός… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»